ωνητός: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(47c)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ὠνοῡμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αγοράσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ωνητό [[αξίωμα]]» — οφίκιο, [[αξίωμα]] του οποίου η [[απόκτηση]] γινόταν [[μετά]] από [[καταβολή]] χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αγορά]], [[αγοραστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὠνητὴ [[δύναμις]]» — μισθοφορική [[δύναμη]], μισθοφόροι στρατιώτες (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ὠνοῦμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αγοράσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ωνητό [[αξίωμα]]» — οφίκιο, [[αξίωμα]] του οποίου η [[απόκτηση]] γινόταν [[μετά]] από [[καταβολή]] χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αγορά]], [[αγοραστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὠνητὴ [[δύναμις]]» — μισθοφορική [[δύναμη]], μισθοφόροι στρατιώτες (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὠνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, -όν, Α ὠνοῦμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ωνητό αξίωμα» — οφίκιο, αξίωμα του οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων
αρχ.
1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός
2. φρ. «ὠνητὴ δύναμις» — μισθοφορική δύναμη, μισθοφόροι στρατιώτες (Θουκ.).