ὠνητός

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητός Medium diacritics: ὠνητός Low diacritics: ωνητός Capitals: ΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ōnētós Transliteration B: ōnētos Transliteration C: onitos Beta Code: w)nhto/s

English (LSJ)

ὠνητή, ὠνητόν, also ός, όν, E.Hel.816:—
A bought, of slaves, ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ Od.14.202; δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT1123, cf. E.Hec.365, Pl.Lg.841d, etc.; opp. μίσθιος, Plu.Lyc.16: but ὠνητὴ δύναμις = a mercenary force, opp. οἰκεία, Th.1.121; ὠνητὸς σῖτος, opp. δωρητός, Plu.Cor.16.
II to be bought, that may be bought, ἐλπίς E.Hel.816; λόγοι Id.Fr.978; βασιλεῖαι Pl.R.544d; ἀρχαί Arist.Pol.1273a36; φιλίη APl.4.80 (Agath.): c. gen. pretii, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή = reputation is not to be bought for money, Isoc.2.32: but ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή = hope can be bought with money, Th. 3.40.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 acheté, acquis à prix d'argent : δύναμις ὠνητή THC armée mercenaire ; avec le gén. de prix : ὠνητὸς χρημάτων ISOCR acheté à prix d'argent;
2 qu'on peut acheter, vénal : ὠνητὸς χρήμασιν THC qu'on peut acheter pour de l'argent.
Étymologie: ὠνέομαι.

German (Pape)

bei Eur. Hel. 822 auch 2 Endgn, adj. verb. von ὠνέομαι,
1 gekauft, erkauft; Od. 14.202; δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς Soph. O.R. 1123; ὠνητὴ δύναμις, Mietstruppen, Thuc. 1.121.
2 zu kaufen, käuflich, feil; Isocr. 2.32; Plut. Aem. 12.

Russian (Dvoretsky)

ὠνητός: 3, редко 2 [adj. verb. к ὠνέομαι
1 купленный (δοῦλος Soph., Eur.): ὠνητὴ μήτηρ Hom. мать-рабыня; ὠνητοὶ παιδαγωγοί Plut. педагоги из рабов; σῖτος ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. закупленный в Италии хлеб;
2 наемный (δύναμις Thuc.);
3 покупающийся, продажный (βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὶς ὠνητός Eur. и ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами).

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Εὐρ. Ἑλ. 816·-ῥηματ. ἐπίθ., ἀγορασθείς, ἠγορασμένος, «ἀγοραστός», ἐμὲ δ’ ὠνητὴ τέκε μήτηρ Ὀδ. Ξ. 202· δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ’ οἴκοι τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1123, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 365, Πλάτ. Νόμ. 841D, κλπ.· ἀντίθετον τῷ μίσθιος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.-ἀλλά, ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική, ἀντίθετον τῷ οἰκεία, Θουκ. 1. 121· ὠν. σῖτος, ἀντίθετον τῷ δωρητός, Πλουτ. Κοριολ. 16. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ, Λατ. venalis, ἐλπὶς Εὐρ. Ἑλ. 816· λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 968· βασιλεῖαι Πλάτ. Πολ. 544D· ἀρχαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 10· φιλίη Ἀνθ. Πλαν. 80· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, ἥτις δὲν ἀγοράζεται διὰ χρημάτων, Ἰσοκρ. 21Β· ἀλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, ἀγοραζομένη διὰ χρημάτων, Θουκ. 3. 40.

English (Autenrieth)

(ὠνέομαι): bought, ‘slavemother,’ Od. 14.202†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὠνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, -όν, Α ὠνοῦμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ωνητό αξίωμα» — οφίκιο, αξίωμα του οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων
αρχ.
1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός
2. φρ. «ὠνητὴ δύναμις» — μισθοφορική δύναμη, μισθοφόροι στρατιώτες (Θουκ.).

Greek Monotonic

ὠνητός: -ή, -όν και -ός, -όν,
I. ρημ. επίθ., αγορασμένος, αγοραστός· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική δύναμη αντίθ. προς το οἰκεία, σε Θουκ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. venalis· ἐλπίς, σε Ευρ.· με γεν. της τιμής, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, η δόξα, η καλή φήμη δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· αλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, η ελπίδα αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ.

Middle Liddell

ὠνητός, ή, όν
I. bought, of slaves, Od., Soph., etc.; ὠνητὴ δύναμις a mercenary force, opp. to οἰκεία, Thuc.
II. to be bought, that may be bought, Lat. venalis, ἐλπίς Eur.; c. gen. pretii, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή not to be bought for money, Isocr.; but, χρήμασιν with money, Thuc.

English (Woodhouse)

able to be bought, for sale, on sale, to be bought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

emptus, obtained by purchase, 1.121.3, 3.40.1.