κοπρογράφος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(21) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρογράφος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω [[χρεών]] | |mltxt=[[κοπρογράφος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω [[χρεών]] καλεῖν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 26 March 2021
Greek Monolingual
κοπρογράφος, ὁ (Μ)
αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω χρεών καλεῖν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γράφος (< γράφω)].