οκταετής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(28)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχταετής]], -ές και [[οκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και [[ὀκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] ετών («[[παιδί]] οκταετές»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] έτη (α. «[[οκταετής]] [[περίοδος]]» β. «ἡ μὲν νῡν [[ἐπίγαμος]], ἡ δὲ [[ὀκταέτις]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>ετής</i>].
|mltxt=και [[οχταετής]], -ές και [[οκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και [[ὀκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] ετών («[[παιδί]] οκταετές»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] έτη (α. «[[οκταετής]] [[περίοδος]]» β. «ἡ μὲν νῦν [[ἐπίγαμος]], ἡ δὲ [[ὀκταέτις]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>ετής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

και οχταετής, -ές και οκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και ὀκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις)
1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές»)
2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῦν ἐπίγαμος, ἡ δὲ ὀκταέτις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξα-ετής].