εγχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(10)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῡν» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν
» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐγχωρῶ (-έω) (AM)
1. επιτρέπω
2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)
3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν » — όσο είναι δυνατόν.