3,274,917
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[διεξάγω]] ή [[συνάπτω]] [[μάχη]], [[κάνω]] πόλεμο, [[πολεμώ]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] έντονες προσπάθειες για να [[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[πασχίζω]] να πετύχω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, [[καταβάλλω]] μεγάλους κόπους ώστε να γίνει [[κάτι]] ή να αποφευχθεί, [[μοχθώ]], [[ασχολούμαι]] επίπονα (α. «[[μάχομαι]] για την [[επικράτηση]] τών ιδεών μου» β. «οἱ περὶ ταύτην τὴν ἐργασίαν ὄντες μάχονται χωρίζειν τὴν... μεμιγμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[μαλώνω]], [[καβγαδίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σκέψεις ή αισθήματα) [[συγκρούομαι]], [[αντιβαίνω]], [[έρχομαι]] σε [[αντίθεση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με φαγητά) [[επιθυμώ]] πολύ, μού αρέσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]] κάποιον, αποστρέφομαι, [[μνησικακώ]] («μέ μάχεται από την [[αρχή]] της σχολικής χρονιάς»)<br /><b>2.</b> οργίζο μαι, τά [[βάζω]] με κάποιον<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]], [[προβάλλω]] ένοπλη [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε [[ρήξη]] ή σε [[σύγκρουση]]<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]] αντιρρήσεις, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[καταπονώ]], [[εξαντλώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>5.</b> [[προσπαθώ]] να επιβληθώ σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[προσπαθώ]] να αντισταθώ σε κάποιον<br /><b>7.</b> κατέχομαι από [[ταραχή]], [[αγωνιώ]]<br /><b>8.</b> υπερασπίζομαι κάποιον<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> (για ζώα) επιτίθεμαι βίαια, [[ορμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] για να νικήσω σε αγώνα («οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] προσπάθειες [[εναντίον]] κάποιας δύναμης («ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα ή προτάσεις) βρίσκομαι σε [[αντίφαση]], αλληλοσυγκρούομαι («ὁμολογήματα [[τρία]] μάχεται αὐτὰ | |mltxt=(ΑM [[μάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[διεξάγω]] ή [[συνάπτω]] [[μάχη]], [[κάνω]] πόλεμο, [[πολεμώ]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] έντονες προσπάθειες για να [[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[πασχίζω]] να πετύχω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, [[καταβάλλω]] μεγάλους κόπους ώστε να γίνει [[κάτι]] ή να αποφευχθεί, [[μοχθώ]], [[ασχολούμαι]] επίπονα (α. «[[μάχομαι]] για την [[επικράτηση]] τών ιδεών μου» β. «οἱ περὶ ταύτην τὴν ἐργασίαν ὄντες μάχονται χωρίζειν τὴν... μεμιγμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[μαλώνω]], [[καβγαδίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σκέψεις ή αισθήματα) [[συγκρούομαι]], [[αντιβαίνω]], [[έρχομαι]] σε [[αντίθεση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με φαγητά) [[επιθυμώ]] πολύ, μού αρέσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]] κάποιον, αποστρέφομαι, [[μνησικακώ]] («μέ μάχεται από την [[αρχή]] της σχολικής χρονιάς»)<br /><b>2.</b> οργίζο μαι, τά [[βάζω]] με κάποιον<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]], [[προβάλλω]] ένοπλη [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε [[ρήξη]] ή σε [[σύγκρουση]]<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]] αντιρρήσεις, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[καταπονώ]], [[εξαντλώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>5.</b> [[προσπαθώ]] να επιβληθώ σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[προσπαθώ]] να αντισταθώ σε κάποιον<br /><b>7.</b> κατέχομαι από [[ταραχή]], [[αγωνιώ]]<br /><b>8.</b> υπερασπίζομαι κάποιον<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> (για ζώα) επιτίθεμαι βίαια, [[ορμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] για να νικήσω σε αγώνα («οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] προσπάθειες [[εναντίον]] κάποιας δύναμης («ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα ή προτάσεις) βρίσκομαι σε [[αντίφαση]], αλληλοσυγκρούομαι («ὁμολογήματα [[τρία]] μάχεται αὐτὰ αὐτοῖς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μέμφομαι]] κάποιον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[μήπω]] μεμαχημένον» — το [[μέρος]] του στρατεύματος το οποίο δεν είχε [[ακόμη]] μετάσχει στη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάχομαι]] [[είναι]] [[ένας]] [[θεματικός]] ενεστ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένος πιθ. από το [[θέμα]] ενός αορ. <i>ἐμαχόμην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀπεχθήσομαι</i> - <i>ἀπεχθόμην</i>). Ο αόρ. <i>ἐμαχεσάμην</i>, <i>μαχέ</i>(<i>σ</i>)<i>σασθαι</i> [[είναι]] [[σπάνιος]] και [[ανερμήνευτος]] ως [[προς]] τη [[δομή]] του. Ο [[σπάνιος]] τ. ενεστ. <i>μαχέομαι</i> [[είναι]] σχηματισμένος [[κατά]] τον μέλλ. <i>μαχήσομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποιοῦμαι</i> - <i>ποιήσομαι</i>), ενώ ο μέλλ. <i>μαχοῦμαι</i> [[είναι]] [[επίσης]] [[δυσερμήνευτος]]. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με την αμάρτυρη [[ονομασία]] μιας ιρανικής φυλής <i>ha</i>-<i>mazan</i>- «[[πολεμιστής]], [[μαχητής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[Ἀμαζών]], «[[ἀμαζακάραν]]<br /><i>πολεμεῖν</i>», <b>Ησύχ.</b>) [[είναι]] αβέβαιη. Το ρ. εξάλλου έχει συνδεθεί αβάσιμα με τη λ. [[μάχαιρα]] [[καθώς]] και με τους τ. [[μῆχαρ]], [[μηχανή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[χειρομάχα]] «[[εταιρεία]] εργατών»). Η [[σύνδεση]] του με λατ. <i>mact</i><i>ō</i>, -<i>ā</i><i>re</i> «[[σφάζω]], [[θυσιάζω]]» [[είναι]] [[επίσης]] προβληματική, ενώ η [[σύνδεση]] του με αρχ. ινδ. <i>makha</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[μάχλος]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ὅτι ο αρχ. ινδ. τ. [[είναι]] αβέβαιης σημασίας. Το ρ. [[μάχομαι]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό ουσιαστικών και επιθέτων με τη [[μορφή]] -<i>μαχος</i>/-<i>μάχος</i>, από όπου τα παράγωγα σε -<i>μαχία</i> και τα ρήματα σε -<i>μαχῶ</i>. Τα παροξύτονα συνθ. σε -<i>μάχος</i> δίνουν ρηματική [[αξία]] στο β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>μάχος</i> «αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]]», ενώ <i>ναύ</i>-<i>μαχος</i> «αυτόν που αφορά η [[μάχη]] στη [[θάλασσα]]»). Επίσης υπάρχει και [[ένας]] [[μικρός]] [[αριθμός]] συνθ. ποιητικών σε -<i>μάχης</i>/ -<i>μάχᾱς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάχη]], [[μαχητής]], [[μαχητός]], [[μάχιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχήμων]], [[μαχικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (β' συνθετικό) [[αντιμάχομαι]], [[διαμάχομαι]], [[συμμάχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιμάχομαι]], [[αναμάχομαι]], [[απομάχομαι]], [[εμμάχομαι]], [[επιμάχομαι]], [[καταμάχομαι]], [[περιμάχομαι]], [[προμάχομαι]], [[προσμάχομαι]], [[συνδιαμάχομαι]], [[υπερμάχομαι]].Σύνθ. σε -<i>μάχης</i> /-<i>μάχᾱς</i>: <b>αρχ.</b> [[αναιδομάχας]], <i>απειρομάχας</i>, [[εγερσιμάχας]], [[ενδομάχας]], [[ευθυμάχης]], [[θηριομάχης]], [[κεραυνομάχης]], [[λεοντομάχας]], [[λιμνομάχης]], [[μαραθωνομάχης]], [[μονομάχης]], [[νικομάχας]], [[οδοντομάχης]], [[οπλομάχης]], [[οφιομάχης]], [[πεζομάχης]], [[ριγομάχης]], [[ταχυμάχης]], [[τειχομάχης]], [[φαλαγγομάχης]].Σύνθ. σε –<i>μαχία</i>: [[αερομαχία]], [[αλληλομαχία]], [[αψιμαχία]], [[βατραχομυομαχία]], [[γιγαντομαχία]], <i>ελεφαντομαχία</i>, [[επιμαχία]], [[θηριομαχία]], [[ιππομαχία]], [[κενταυρομαχία]], [[λογομαχία]], [[μονομαχία]], [[ναυμαχία]], [[οπλομαχία]], [[πεζομαχία]], [[πυγμαχία]], [[ραβδομαχία]], [[σκιαμαχία]], [[συμμαχία]], [[ταυρομαχία]], [[τειχομαχία]], [[τιτανομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκυλομαχία]], [[αδικομαχία]], <i>Αμαζονομαχία</i>, [[ανεμομαχία]], [[γερανομαχία]], [[γνωσιμαχία]], [[δουλομαχία]], [[ευθυμαχία]], [[ζυγομαχία]], <i>ημερομαχία</i>, [[θεομαχία]], <i>θηρεαμαχία</i>, [[θηρομαχία]], [[θυμομαχία]], [[κωρυκομαχία]], <i>μαχαιρομαχία</i>, [[μηλομαχία]], [[μυομαχία]], [[νησομαχία]], [[νυκτομαχία]], [[οικομαχία]], [[παμμαχία]], [[σκιομαχία]], [[συμβαλλομαχία]], [[σφαιρομαχία]], [[τριχομαχία]], [[φωνομαχία]], [[χειρομαχία]], [[ψαρομαχία]], [[ψυχομαχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδελφομαχία]], [[αεροναυμαχία]], [[αλεκτορομαχία]], <i>αρματομαχία</i>, [[δρακοντομαχία]], [[εικονομαχία]], [[θαλασσομαχία]], [[κοκορομαχία]], [[κονταρομαχία]], [[λογχομαχία]], [[ξιφομαχία]], [[τοπομαχία]], [[φυγομαχία]].Σύνθ. σε -<i>μάχος</i> /-<i>μαχος</i>: [[αγχέμαχος]], [[άμαχος]], [[αντίμαχος]], [[αξιόμαχος]], [[απόμαχος]], [[επίμαχος]], [[θαλασσομάχος]], [[θεομάχος]], [[θηριομάχος]], [[ισόμαχος]], [[μαραθωνομάχος]], [[μονομάχος]], [[ναυμάχος]], [[πεζομάχος]], [[πρόμαχος]], [[πυγμάχος]], [[σκιαμάχος]], [[σύμμαχος]], [[υπέρμαχος]], [[φιλόμαχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχίμαχος</i>, <i>αγκυρόμαχος</i>, [[αδικόμαχος]], [[αελλομάχος]], [[αιρεσιομάχος]], <i>ανδρομάχος</i>, [[αοιδομάχος]], [[απρόσμαχος]], <i>αριστερομάχος</i>, <i>αριστομάχος</i>, <i>αψίμαχος</i>, [[βιαιομάχος]], [[βουλόμαχος]], [[βρισόμαχος]], [[δορίμαχος]], [[δορύμαχος]], <i>δυσμάχος</i>, [[δυσπρόσμαχος]], <i>εκατονταμάχος</i>, <i>ελεφαντομάχος</i>, [[ευθυμάχος]], [[εύμαχος]], [[θρασύμαχος]], [[θυραμάχος]], [[ιμαντομάχος]], [[ιππομάχος]], [[καλλίμαχος]], [[κλαυσίμαχος]], [[κορυνομάχος]], [[κρατησίμαχος]], [[κυπελλομάχος]], [[λάμαχος]], [[λεοντομάχος]], [[λυσίμαχος]], [[ναύμαχος]], [[ονοματομάχος]], [[οπλομάχος]], [[οφιομάχος]], [[πάμμαχος]], [[πολύμαχος]], [[πρωτόμαχος]], [[πυλαιμάχος]], [[πυργομάχος]], [[πυρίμαχος]], [[πυρομάχος]], [[πωλομάχος]], <i>ριγομάχος</i>, [[ροπαλομάχος]], <i>σκοροδομάχος</i>, [[σκορπιομάχος]], [[συμβαλλομάχος]], [[σφαιρομάχος]], [[τειχομάχος]], [[τηλέμαχος]], [[φυγόμαχος]], [[χειρομάχος]], [[χριστομάχος]], [[ωκυμάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αετομάχος]], [[ακριδομάχος]], [[απειρόμαχος]], [[εικονομάχος]], [[ελληνομάχος]], [[εμπειρόμαχος]], [[μακεδονομάχος]], [[ξιφομάχος]], [[ξωμάχος]], [[παλαίμαχος]], [[παραδομάχος]], [[πυρίμαχος]], [[ταυρομάχος]], [[χερομάχος]], [[χριστιανομάχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |