κοινωνιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(21)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιστολ</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]].
|mltxt=κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιστολ</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολ-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος].