ημεραίος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(16)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμεραῑος, -ία, -ον (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]].
|mltxt=ἡμεραῖος, -ία, -ον (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί μια [[μέρα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἡμεραῖος, -ία, -ον (Α) ημέρα
1. αυτός που ανήκει στην ημέρα
2. αυτός που διαρκεί μια μέρα.