ημεραίος

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source

Greek Monolingual

ἡμεραῖος, -ία, -ον (Α) ημέρα
1. αυτός που ανήκει στην ημέρα
2. αυτός που διαρκεί μια μέρα.