ημεραίος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ἡμεραῖος, -ία, -ον (Α) ημέρα
1. αυτός που ανήκει στην ημέρα
2. αυτός που διαρκεί μια μέρα.