αγωγαίος: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
(1)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀγωγαῑος, -ον (Α) [[ἀγωγή]]<br />ο [[κατάλληλος]] για να οδηγεί [[κανείς]] με αυτόν κάποιον ή [[κάτι]], όπως ο [[ιμάντας]] ή το [[περιλαίμιο]].
|mltxt=ἀγωγαῖος, -ον (Α) [[ἀγωγή]]<br />ο [[κατάλληλος]] για να οδηγεί [[κανείς]] με αυτόν κάποιον ή [[κάτι]], όπως ο [[ιμάντας]] ή το [[περιλαίμιο]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἀγωγαῖος, -ον (Α) ἀγωγή
ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.