νικαίος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
(27)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νικαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῑον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=νικαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νίκη]], ο [[σχετικός]] με τη [[νίκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει τη [[νίκη]], που φέρνει τη [[νίκη]] («Παλλὰς νικαία» <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νικαῑον</i><br />[[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

νικαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη
2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῑον
μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].