ξενοπαθώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν
|mltxt=ξενοπαθῶ, -έω (Α)<br />ενοχλούμαι από [[κάτι]] παράξενο και ασυνήθιστο («[[ὥσπερ]] οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν
τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>παθώ</i>].
τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῦσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεινο</i>-<i>παθώ</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

ξενοπαθῶ, -έω (Α)
ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῦσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ].