καταρροφώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(19)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)<br />[[καταπίνω]], ρουφώ («[[οἶνον]]... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)<br />[[καταπίνω]], ρουφώ («[[οἶνον]]... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)
καταπίνω, ρουφώ («οἶνον... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», Ξεν.).