ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)
καταπίνω, ρουφώ («οἶνον... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», Ξεν.).