πλευριαίος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(33)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α [[πλευρά]]<br />αυτός που ανήκει στην [[πλευρά]] ή προέρχεται από αυτήν («πλευριαῑα κρέα», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=-αία, -ον, Α [[πλευρά]]<br />αυτός που ανήκει στην [[πλευρά]] ή προέρχεται από αυτήν («πλευριαῖα κρέα», <b>[[Πολυδ]].</b>).
}}
}}

Revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α πλευρά
αυτός που ανήκει στην πλευρά ή προέρχεται από αυτήν («πλευριαῖα κρέα», Πολυδ.).