οδαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ [[οδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) (για τον Ερμή) [[ενόδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὁδαῑα</i><br />το [[φορτίο]] που μεταφέρει ο [[έμπορος]], εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.
|mltxt=ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ [[οδός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) (για τον Ερμή) [[ενόδιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὁδαῖα</i><br />το [[φορτίο]] που μεταφέρει ο [[έμπορος]], εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδός
μσν.
κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῖα
το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.