τραχυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχυντικός''': -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· [[μετὰ]] γεν. Διοσκ. 3. 79.
|lstext='''τρᾱχυντικός''': -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυντικός Medium diacritics: τραχυντικός Low diacritics: τραχυντικός Capitals: ΤΡΑΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trachyntikós Transliteration B: trachyntikos Transliteration C: trachyntikos Beta Code: traxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυντικός: раздражающий, возбуждающий (sc. οἶνος Arst.).