βλεφαρικός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "of or [[for the " to "of or for the [[")
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[de o para los párpados]]de un colirio, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.2.17.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[de o para los párpados]] de un colirio, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.2.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βλεφαρικός]], -ή, -όν) [[βλέφαρον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βλεφαρικός]], -ή, -όν) [[βλέφαρον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρικός Medium diacritics: βλεφαρικός Low diacritics: βλεφαρικός Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: blepharikós Transliteration B: blepharikos Transliteration C: vlefarikos Beta Code: blefariko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for the eyelids, collyria Cael.Aur.TP4.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὰ βλέφαρα, Καίλ. Αὐρηλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de o para los párpados de un colirio, Cael.Aur.TP 4.2.17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλεφαρικός, -ή, -όν) βλέφαρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.