βάνδον: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάνδον]], το (Μ)<br />στρατιωτική [[σημαία]] ή στρατιωτικό [[τμήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bandum</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>bandwa</i>)].
|mltxt=[[βάνδον]], το (Μ)<br />στρατιωτική [[σημαία]] ή στρατιωτικό [[τμήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bandum</i> ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>bandwa</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:30, 23 August 2021

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): βάνδα, τό Sch.Procl.in Ti.1.462.11
lat. bandum
1 enseña, estandarte militar, bandera τὸ σημεῖον, ὃ δὴ βάνδον καλοῦσι Ῥωμαῖοι Procop.Vand.2.2.1, κοσμοῦσι τοὺς ἵππους καὶ τὰ βάνδα Cosm.Ind.Top.11.5.
2 compañía de infantería, tropa βασιλικὸν β. Io.Mal.Chron.M.97.673C, cf. IGLBulg.89.3 (VI d.C.), St.Byz.s.u. Ἀλάβανδα.
3 τὸ βάνδα distrito militar sinónimo de θέμα Sch.Procl.l.c.

Greek Monolingual

βάνδον, το (Μ)
στρατιωτική σημαία ή στρατιωτικό τμήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bandum (πρβλ. γοτθ. bandwa)].