γκριμάτσα: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γριμάτσα, η<br />στιγμιαία [[παραμόρφωση]] της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, [[μορφασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>grimazza</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. και γαλλ. <i>grimace</i>, αρχ. ισπ. <i>grimazo</i>)].
|mltxt=και γριμάτσα, η<br />στιγμιαία [[παραμόρφωση]] της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, [[μορφασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>grimazza</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. και γαλλ. <i>grimace</i>, αρχ. ισπ. <i>grimazo</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γριμάτσα, η
στιγμιαία παραμόρφωση της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, μορφασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)].