παραμόρφωση
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραμορφώνω, η μεταβολή της μορφής ενός πράγματος έτσι ώστε να φαίνεται διαφορετικό
2. η αλλαγή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο
3. μτφ. παραποίηση, αλλοίωση, διαστρέβλωση («η παραμόρφωση τών γεγονότων ήταν καταφανής»)
νεοελλ.
1. ανθρωπολ. τροποποίηση της εμφάνισης μέρους του σώματος με συμβολική, μαγική ή θρησκευτική, σημασία
2. (επικοιν.) διαφορά σε τηλεγραφική διαμόρφωση, ανάμεσα στη μεγαλύτερη και στη μικρότερη καθυστέρηση κατά τη μετάδοση τών σημάτων
3. αλλοίωση ήχου, που εκδηλώνεται όταν η καμπύλη που παριστάνει την κίνηση του αναπαραγωγού συστήματος σε συνάρτηση με τον χρόνο δεν είναι αυστηρώς ταυτόσημη με την καμπύλη που παριστάνει την κίνηση της ηχητικής πηγής
4. (ηλεκτρολ.) αλλοίωση ενός ηλεκτρικού πεδίου εξαιτίας της επίδρασης ενός άλλου πεδίου
5. (στατ.) φαινόμενο που αφαιρεί τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα ενός στατιστικού αποτελέσματος όταν το εξάγει συστηματικά λανθασμένο
6. (μηχαν.) η αλλοίωση του σχήματος και του μεγέθους τών στερεών σωμάτων ως συνέπεια εξωτερικών δυνάμεων ή ροπών
7. αλλοίωση του σχήματος ενός κύματος κατά τη μετάδοσή του
8. φρ. α) «παραμόρφωση δομικών κατασκευών»
τεχνολ. η αλλαγή του σχήματος και τών διαστάσεων τών κατασκευών ως συνέπεια της επενέργειας τών εξωτερικών φορτίων, του δικού τους βάρους και τών αυξομειώσεων της θερμοκρασίας
β) «παραμόρφωση ελαστική»
(μηχανολ.) παραμόρφωση ενός υλικού η οποία παύει να υπάρχει μόλις σταματήσει να επενεργεί η δύναμη καταπόνησης
γ) «παραμόρφωση οπτική» — ένα από τα είδη σφαλμάτων στις παραστάσεις τών οπτικών συστημάτων που οφείλεται στις διαφορετικές μεγεθύνσεις για διάφορα τμήματα της παράστασης
δ) «παραμόρφωση πλαστική»
(τεχνολ.-φυσ.) παραμόρφωση που παραμένει και μετά την κατάργηση της δύναμης που τήν προκάλεσε
ε) «παραμόρφωση πλάτους»
(ραδιοηλ.) η αδυναμία του ενισχυτή να ενισχύσει ομοιόμορφα όλες τις συχνότητες, με πιο συνήθη την ασθενέστερη ενίσχυση τών πολύ χαμηλών και τών πολύ υψηλών συχνοτήτων σε σχέση με τις ενδιάμεσες
στ) «παραμόρφωση συχνότητας»
(ραδιοηλ.) η αλλοίωση του σήματος που οφείλεται στην πρόσθεση ανεπιθύμητων συχνοτήτων στο σήμα εξόδου λόγω της αλληλεπίδρασης τών κυκλωμάτων του ενισχυτή
ζ) «παραμόρφωση φάσης» — η κατάσταση που δημιουργείται από τη διαφορά φάσης μεταξύ του σήματος εισόδου και του σήματος εξόδου, η οποία οφείλεται στη λειτουργία τών στοιχείων του ενισχυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].