δάκρυ: Difference between revisions

14 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δάκρυο]] (AM [[δάκρυ]] και [[δάκρυον]])<br /><b>1.</b> το διαυγές υφάλμυρο [[υγρό]] το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες, [[κυρίως]] εξαιτίας κάποιας ισχυρής συγκινήσεως (λύπης, πόνου, χαράς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που στάζει, όπως το [[δάκρυ]] («[[δάκρυ]] πεύκινον», «το [[δάκρυ]] του πεύκου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] υγρού, [[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[δάκρυ]]<br />ο [[καθαρός]], ο [[διαυγής]] («[[κρασί]] [[δάκρυ]]»)<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δάκρυα</i> (ή σταγόνες)<br />έξι μικροί κόλουροι κώνοι, που βρίσκονται [[κάτω]] από το δωρικό [[τρίγλυφο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δάκρυα</i><br />υποτυπώδεις, ατροφικές παραγναθίδες που φτάνουν [[μέχρι]] τον λοβό του αφτιού, ειρωνικά «ιπποτικά δάκρυα»<br /><b>5.</b> «δάκρυα της Παναγίας» — το [[φυτό]] [[ελίχρυσο]] το σικελικό<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χύνει μαύρο [[δάκρυ]]» — [[είναι]] υπερβολικά [[θλιμμένος]]<br />β) «δεν βγάζει [[δάκρυ]]» — δεν συγκινείται, δεν δακρύζει<br />γ) «έχει τα δάκρυα στην [[τσέπη]]» — για τον ευσυγκίνητο<br />δ) «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα, υποκριτικά κλάματα<br />ε) «δάκρυα της αυγής» — η πρωινή [[δροσιά]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «τα δάκρυα [[είναι]] [[φωτιά]]» — μεταδίδονται εύκολα απ' τον ένα στον [[άλλο]]<br />β) «βγάνει κι ο [[σκύλος]] δάκρυα» — για όσους συμπονούν υποκριτικά<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αφορμή]] τών δακρύων, το [[δάκρυμα]] («Θεύδοτε, κηδεμόνων μέγα [[δάκρυον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε IE <i>dakreu</i>- «[[δάκρυ]]» και απαντά [[επίσης]] σε άλλες γλώσσες ινδοευρωπαϊκές (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>asru</i>- και <i>aśra</i>-<i>n</i>-, αβεστ. <i>asr</i><i>ū</i>, τύποι [[χωρίς]] αρχικό [[σύμφωνο]], αρμ. <i>artasu</i>-<i>k’</i>, αρχ. άνω γερμανικό <i>trahan</i>, γοτθ. <i>tagr</i>). Τέλος, σχηματίζονται [[σύνθετα]] με α' συνθετικό <i>δακρυο</i>- [[αλλά]] και [[δάκρυ]]- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δακρυοειδής]], [[δακρυγόνος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δακρύδιο]], [[δακρυώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακρυόεις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακρύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δακρύζω]], [[δακρυώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρυακός]], [[δακρυϊκός]], [[δακρυούλι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δακρυγόνος]], [[δακρυοποιός]], [[δακρυρροή]], [[δακρυχέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακρυοπετής]], [[δακρυότιμος]], [[δακρυπλώω]], [[δακρυσίστακτος]], [[δακρυσταγής]], [[δακρυχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακρύρροος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>δακρυοχυσία</i>, [[δακρυδρυσοπόταμος]], [[δακρυοεξηρημένος]], [[δακρυστάλακτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δακρυστάλαχτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρυαγωγός]], <i>δακρυβολώ</i>, <i>δακρύδρεκτος</i>, [[δακρύγελως]], [[δακρυδόχος]], [[δακρυλογώ]], [[δακρυοειδής]], <i>δακρυοκρούσταλλος</i>, [[δακρυόμορφος]], [[δακρυοπότιστος]], [[δακρυόπτωση]], [[δακρυοσταλάζω]], [[δακρυφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[άδακρυς]], [[ένδακρυς]], [[περίδακρυς]], [[πολύδακρυς]], [[υπόδακρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αινόδακρυς</i>, [[αιολόδακρυς]], [[ακριτόδακρυς]], [[αναγκόδακρυς]], [[απειρόδακρυς]], <i>αρίδακρυς</i>, [[αρτίδακρυς]], <i>δαρύδακρυς</i>, [[γλυκύδακρυς]], [[επίδακρυς]], [[ετοιμόδακρυς]], [[ιερόδακρυς]], [[ποικιλόδακρυς]], [[ταχύδακρυς]], [[φιλόδακρυς]].
|mltxt=και [[δάκρυο]] (AM [[δάκρυ]] και [[δάκρυον]])<br /><b>1.</b> το διαυγές υφάλμυρο [[υγρό]] το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες, [[κυρίως]] εξαιτίας κάποιας ισχυρής συγκινήσεως (λύπης, πόνου, χαράς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που στάζει, όπως το [[δάκρυ]] («[[δάκρυ]] πεύκινον», «το [[δάκρυ]] του πεύκου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] υγρού, [[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[δάκρυ]]<br />ο [[καθαρός]], ο [[διαυγής]] («[[κρασί]] [[δάκρυ]]»)<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δάκρυα</i> (ή σταγόνες)<br />έξι μικροί κόλουροι κώνοι, που βρίσκονται [[κάτω]] από το δωρικό [[τρίγλυφο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δάκρυα</i><br />υποτυπώδεις, ατροφικές παραγναθίδες που φτάνουν [[μέχρι]] τον λοβό του αφτιού, ειρωνικά «ιπποτικά δάκρυα»<br /><b>5.</b> «δάκρυα της Παναγίας» — το [[φυτό]] [[ελίχρυσο]] το σικελικό<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χύνει μαύρο [[δάκρυ]]» — [[είναι]] υπερβολικά [[θλιμμένος]]<br />β) «δεν βγάζει [[δάκρυ]]» — δεν συγκινείται, δεν δακρύζει<br />γ) «έχει τα δάκρυα στην [[τσέπη]]» — για τον ευσυγκίνητο<br />δ) «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα, υποκριτικά κλάματα<br />ε) «δάκρυα της αυγής» — η πρωινή [[δροσιά]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «τα δάκρυα [[είναι]] [[φωτιά]]» — μεταδίδονται εύκολα απ' τον ένα στον [[άλλο]]<br />β) «βγάνει κι ο [[σκύλος]] δάκρυα» — για όσους συμπονούν υποκριτικά<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αφορμή]] τών δακρύων, το [[δάκρυμα]] («Θεύδοτε, κηδεμόνων μέγα [[δάκρυον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε IE <i>dakreu</i>- «[[δάκρυ]]» και απαντά [[επίσης]] σε άλλες γλώσσες ινδοευρωπαϊκές ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>asru</i>- και <i>aśra</i>-<i>n</i>-, αβεστ. <i>asr</i><i>ū</i>, τύποι [[χωρίς]] αρχικό [[σύμφωνο]], αρμ. <i>artasu</i>-<i>k’</i>, αρχ. άνω γερμανικό <i>trahan</i>, γοτθ. <i>tagr</i>). Τέλος, σχηματίζονται [[σύνθετα]] με α' συνθετικό <i>δακρυο</i>- [[αλλά]] και [[δάκρυ]]- ([[πρβλ]]. [[δακρυοειδής]], [[δακρυγόνος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δακρύδιο]], [[δακρυώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακρυόεις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακρύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δακρύζω]], [[δακρυώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρυακός]], [[δακρυϊκός]], [[δακρυούλι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δακρυγόνος]], [[δακρυοποιός]], [[δακρυρροή]], [[δακρυχέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακρυοπετής]], [[δακρυότιμος]], [[δακρυπλώω]], [[δακρυσίστακτος]], [[δακρυσταγής]], [[δακρυχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακρύρροος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>δακρυοχυσία</i>, [[δακρυδρυσοπόταμος]], [[δακρυοεξηρημένος]], [[δακρυστάλακτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δακρυστάλαχτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακρυαγωγός]], <i>δακρυβολώ</i>, <i>δακρύδρεκτος</i>, [[δακρύγελως]], [[δακρυδόχος]], [[δακρυλογώ]], [[δακρυοειδής]], <i>δακρυοκρούσταλλος</i>, [[δακρυόμορφος]], [[δακρυοπότιστος]], [[δακρυόπτωση]], [[δακρυοσταλάζω]], [[δακρυφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[άδακρυς]], [[ένδακρυς]], [[περίδακρυς]], [[πολύδακρυς]], [[υπόδακρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αινόδακρυς</i>, [[αιολόδακρυς]], [[ακριτόδακρυς]], [[αναγκόδακρυς]], [[απειρόδακρυς]], <i>αρίδακρυς</i>, [[αρτίδακρυς]], <i>δαρύδακρυς</i>, [[γλυκύδακρυς]], [[επίδακρυς]], [[ετοιμόδακρυς]], [[ιερόδακρυς]], [[ποικιλόδακρυς]], [[ταχύδακρυς]], [[φιλόδακρυς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm