3,274,216
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δεσμός]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] ([[σκοινί]], [[ταινία]], [[λουρί]]) με το οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεσμος]], [[σχέση]] αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας»)<br /><b>3.</b> ο [[κόμπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο Γόρδιος [[δεσμός]]» — [[κόμπος]] τόσο [[σφιχτός]] και [[περίπλοκος]] που ήταν αδύνατο να λυθεί<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> τα [[δεσμά]]<br />α) αλυσίδες ή σκοινιά με τα οποία έδεναν κρατουμένους, κατάδικους ή αιχμαλώτους<br />β) [[κάθε]] τι το οποίο δένει, καταναγκάζει κάποιον («τα [[δεσμά]] της σκλαβιάς», «ὁ δεσμὸς ή τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σκοινί]] με το οποίο δένεται το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> το [[σκοινί]] που κρατάει δεμένο το ζώο, η [[φορβειά]]<br /><b>3.</b> ο [[ιμάντας]] της θύρας<br /><b>4.</b> ο [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεσμὸς ἄρθρου» — [[αγκύλωση]]<br />β) «δεσμὸς γλώσσης» — [[γλωσσοδέτης]]<br />γ) «δεσμὸς ἀργυρίου» — το [[βαλάντιο]]<br />δ) «ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν» — ο [[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δω</i> (<i>δέω</i>) «[[δένω]]» <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>σμος</i>. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ. έχει διπλό πληθυντικό ήδη από την [[αρχαιότητα]]: <i>οι δεσμοί</i>, αρσ. γένους, και τα [[δεσμά]], ουδ. γένους, πιθ. για σημασιολογική [[διαφοροποίηση]]. Με το [[δεσμά]] δηλ. δηλωνόταν το [[σύνολο]] τών οργάνων με τα οποία δέσμευαν, ενώ το <i>δεσμοί</i> είχε πιο αφηρημένη και γενική [[σημασία]] ( | |mltxt=ο (AM [[δεσμός]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] ([[σκοινί]], [[ταινία]], [[λουρί]]) με το οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεσμος]], [[σχέση]] αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας»)<br /><b>3.</b> ο [[κόμπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο Γόρδιος [[δεσμός]]» — [[κόμπος]] τόσο [[σφιχτός]] και [[περίπλοκος]] που ήταν αδύνατο να λυθεί<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> τα [[δεσμά]]<br />α) αλυσίδες ή σκοινιά με τα οποία έδεναν κρατουμένους, κατάδικους ή αιχμαλώτους<br />β) [[κάθε]] τι το οποίο δένει, καταναγκάζει κάποιον («τα [[δεσμά]] της σκλαβιάς», «ὁ δεσμὸς ή τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σκοινί]] με το οποίο δένεται το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> το [[σκοινί]] που κρατάει δεμένο το ζώο, η [[φορβειά]]<br /><b>3.</b> ο [[ιμάντας]] της θύρας<br /><b>4.</b> ο [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεσμὸς ἄρθρου» — [[αγκύλωση]]<br />β) «δεσμὸς γλώσσης» — [[γλωσσοδέτης]]<br />γ) «δεσμὸς ἀργυρίου» — το [[βαλάντιο]]<br />δ) «ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν» — ο [[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δω</i> (<i>δέω</i>) «[[δένω]]» <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>σμος</i>. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ. έχει διπλό πληθυντικό ήδη από την [[αρχαιότητα]]: <i>οι δεσμοί</i>, αρσ. γένους, και τα [[δεσμά]], ουδ. γένους, πιθ. για σημασιολογική [[διαφοροποίηση]]. Με το [[δεσμά]] δηλ. δηλωνόταν το [[σύνολο]] τών οργάνων με τα οποία δέσμευαν, ενώ το <i>δεσμοί</i> είχε πιο αφηρημένη και γενική [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[σταθμός]], <i>σταθμοί</i>, [[σταθμά]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεσμεύω]], [[δέσμιος]], [[δεσμώ]] (-<i>έω</i>), [[δέσμωμα]], [[δεσμώνω]] (Α [[δεσμόω]], -<i>ω</i>), [[δεσμώτης]], [[δεσμωτήριο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δέσμιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[δεσμοφύλακας]] (Α -<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμόβροχος]], [[δεσμόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεσμολύτης]], [[δεσμοφόρος]], [[δεσμόχειρ]]<br />(Β' συνθετικό) [[γονατόδεσμος]], [[επίδεσμος]], [[κατάδεσμος]], [[κεφαλόδεσμος]], [[κοιλιόδεσμος]], [[σιδηρόδεσμος]], [[στηθόδεσμος]], [[σύνδεσμος]], [[χειρόδεσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγκωνόδεσμος</i>, [[άδεσμος]], <i>αμπελόδεσμος αμφίδεσμος</i>, <i>ανάδεσμος</i>, [[απόδεσμος]], [[βαρύδεσμος]], [[διάδεσμος]], [[ένδεσμος]], [[εννεάδεσμος]], <i>ζευγλόδεσμος</i>, [[ζυγόδεσμος]], [[ιμαντόδεσμος]], [[ιππόδεσμος]], [[καρπόδεσμος]], [[κρήδεσμον]], <i>κροκόδεσμος</i>, [[κυνόδεσμος]], [[λινόδεσμος]], [[λυγόδεσμος]], [[μαστόδεσμος]], [[μιτρανάδεσμος]], <i>μονόδεσμος</i>, <i>οινόδεσμος</i>, [[ολιγοσύνδεσμος]], [[περίδεσμος]], [[πολύδεσμος]], [[πολυσύνδεσμος]], [[ποσίδεσμος]], [[προεπίδεσμος]], [[σκελόδεσμος]], [[στρωματόδεσμος]], [[σχηματόδεσμος]], [[σχοινόδεσμος]], [[τιαρόδεσμος]], [[τριχόδεσμος]], [[υπόδεσμος]], <i>χαλινόδεσμος</i>, [[ωρόδεσμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγκυρόδεσμος</i>, <i>ακρόδεσμος</i>, <i>αλυσόδεσμος</i>, [[δικτυόδεσμος]], <i>επιτονόδεσμος</i>, [[κηλεπίδεσμος]], [[κορακόδεσμος]], [[λαιμόδεσμος]], [[λυκόδεσμος]], [[ομφαλεπίδεσμος]], [[ομφαλόδεσμος]], [[περίδεσμος]], [[ποδόδεσμος]], [[σανιδόδεσμος]], [[σταυρόδεσμος]], [[τραχηλόδεσμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |