εισοδηματίας: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>].
}}
}}