3,274,873
edits
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ( | |mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>]. | ||
}} | }} |