ετοιμόφλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμόφλεκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), | |mltxt=[[ἑτοιμόφλεκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>φλεκτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].