ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος].