ευρυνεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυνεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρο</i>-<i>νεφής</i>, <i>πυκνο</i>-<i>νεφής</i>].
|mltxt=[[εὐρυνεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), [[πρβλ]]. <i>ερυθρο</i>-<i>νεφής</i>, <i>πυκνο</i>-<i>νεφής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐρυνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, πυκνο-νεφής].