ευρυνεφής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
εὐρυνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρονεφής, πυκνονεφής].