ζωόφυτο: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ζώφυτο, το (AM [[ζῳόφυτον]] και ζῴφυτον)<br />ζώο [[μαζί]] και [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως [[προς]] την [[εμφάνιση]] ή τον τρόπο αυξήσεώς τους<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[φυτό]]. Ως επιστημ. όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>zoophyte</i> <span style="color: red;"><</span> <i>zoo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> <i>phyte</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φυτό]])].
|mltxt=και ζώφυτο, το (AM [[ζῳόφυτον]] και ζῴφυτον)<br />ζώο [[μαζί]] και [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως [[προς]] την [[εμφάνιση]] ή τον τρόπο αυξήσεώς τους<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[φυτό]]. Ως επιστημ. όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>zoophyte</i> <span style="color: red;"><</span> <i>zoo</i>- ([[πρβλ]]. <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> <i>phyte</i> ([[πρβλ]]. [[φυτό]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ζώφυτο, το (AM ζῳόφυτον και ζῴφυτον)
ζώο μαζί και φυτό
νεοελλ.
(βιολ.-ζωολ.) όρος που περιγράφει οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ασπόνδυλα ζώα που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αυξήσεώς τους
αρχ.
το φυτό αείζωον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + φυτό. Ως επιστημ. όρος η λ. είναι αντιδάνεια
πρβλ. αγγλ. zoophyte < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + phyte (πρβλ. φυτό)].