ηλιοκόμας: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιοκόμας]], ό (Μ)<br />αυτός του οποίου τα μαλλιά [[είναι]] λαμπερά σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηπο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
|mltxt=[[ἡλιοκόμας]], ό (Μ)<br />αυτός του οποίου τα μαλλιά [[είναι]] λαμπερά σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. <i>κηπο</i>-<i>κόμας</i>, <i>στραβαλο</i>-<i>κόμας</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡλιοκόμας, ό (Μ)
αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο-κόμας, στραβαλο-κόμας].