ημιγενής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].