ηχήεις: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)<br />αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, [[ηχηρός]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]], [[βουερός]] («θάλασσά τε ήχήεσσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδά, που κάνει [[βόμβο]], που θροεί<br /><b>2.</b> αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχή</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυδ</i>-<i>ήεις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αυδή]])].
|mltxt=-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)<br />αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, [[ηχηρός]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]], [[βουερός]] («θάλασσά τε ήχήεσσα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδά, που κάνει [[βόμβο]], που θροεί<br /><b>2.</b> αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχή</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. <i>αυδ</i>-<i>ήεις</i> <span style="color: red;"><</span> [[αυδή]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)
αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί
2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχή + -ήεις (πρβλ. αυδ-ήεις < αυδή)].