βουερός
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
-ή, -ό βουή
1. αυτός που παράγει βοή («το βουερό ακρογιάλι»)
2. ο γεμάτος βοή («στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος»).