ιερόθρους: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱερόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[ιερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], [[κακό]]-[[θρους]]].
|mltxt=ἱερόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[ιερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρους]]), [[πρβλ]]. <i>ηδύ</i>-[[θρους]], [[κακό]]-[[θρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].