καθεδρικός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[καθέδρα]]<br />αυτός που ανήκει σε επισκοπική [[έδρα]], [[μητροπολιτικός]] («[[καθεδρικός]] [[ναός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cathedrale</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cathedra</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθέδρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ale</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].
|mltxt=-ή, -ό [[καθέδρα]]<br />αυτός που ανήκει σε επισκοπική [[έδρα]], [[μητροπολιτικός]] («[[καθεδρικός]] [[ναός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cathedrale</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cathedra</i> ([[πρβλ]]. [[καθέδρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ale</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό καθέδρα
αυτός που ανήκει σε επισκοπική έδρα, μητροπολιτικόςκαθεδρικός ναός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cathedrale < λατ. cathedra (πρβλ. καθέδρα) + -ale. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].