Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητροπολιτικός

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροπολῑτικός Medium diacritics: μητροπολιτικός Low diacritics: μητροπολιτικός Capitals: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mētropolitikós Transliteration B: mētropolitikos Transliteration C: mitropolitikos Beta Code: mhtropolitiko/s

English (LSJ)

μητροπολιτική, μητροπολιτικόν,
A belonging to a μητροπολίτης 1.1, in neut. pl., of taxes, CPHerm.120.
II of a μητροπολίτης ΙΙ, δίκαιον Just.Nov. 131.4, Cod.Just.1.5.12.22.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπολιτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μητρόπολιν, Σῳζομ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μητροπολιτικός, -ή, -όν) μητρόπολη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητρόπολη
νεοελλ.
φρ. α) «μητροπολιτική περιοχή» — μεγάλη πόλη, μαζί με τα προάστια, τις πόλεις-δορυφόρους και τις περιοχές στις οποίες αυτή ασκεί καθοριστική οικονομική και κοινωνική επιρροή, αλλ. μητρόπολη
β) «μητροπολιτικός σιδηρόδρομος» — αστικός ηλεκτροκίνητος σιδηρόδρομος, εγκατεστημένος σε περίκλειστο διάδρομο αποκλειστικής χρήσης, γενικά σε διαφορετικό επίπεδο από το έδαφος, υπόγειος ή υπερυψωμένος, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά για τη μεταφορά επιβατών και έχει μεγάλη πυκνότητα δρομολογίων, αλλ. μετρό
γ) «μητροπολιτικό συμβούλιο»
(εκκλ. δίκ.) ονομασία του συμβουλίου της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο ασκεί εποπτεία στη διοίκηση και στη διαχείριση της περιουσίας και τών οικονομικών τών ενοριών της αρχιεπισκοπής και τών μητροπόλεων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησιαστική μητρόπολη ή στον μητροπολίτη.