καρύδι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[καρύδιον]], Μ καρύδιν)<br />ο [[καρπός]] του δένδρου [[καρυδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο [[μέσο]] της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το [[μήλο]] του Αδάμ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάθε]] καρυδιάς [[καρύδι]]» — [[κάθε]] είδους άνθρωποι<br />β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καρύδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> ( | |mltxt=το (AM [[καρύδιον]], Μ καρύδιν)<br />ο [[καρπός]] του δένδρου [[καρυδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο [[μέσο]] της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το [[μήλο]] του Αδάμ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάθε]] καρυδιάς [[καρύδι]]» — [[κάθε]] είδους άνθρωποι<br />β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καρύδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> ([[πρβλ]]. <i>συκ</i>-<i>ύδιον</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM καρύδιον, Μ καρύδιν)
ο καρπός του δένδρου καρυδιά
νεοελλ.
1. η προεξοχή που σχηματίζεται στο μέσο της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. α) «κάθε καρυδιάς καρύδι» — κάθε είδους άνθρωποι
β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρύδιον < κάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].