κερδοσυλλέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερδοσυλλέκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με [[κάθε]] τρόπο και με [[κάθε]] [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[συλλέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλέκτης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νομισματο</i>-[[συλλέκτης]], <i>ρακο</i>-[[συλλέκτης]]].
|mltxt=[[κερδοσυλλέκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με [[κάθε]] τρόπο και με [[κάθε]] [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[συλλέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλέκτης]]), [[πρβλ]]. <i>νομισματο</i>-[[συλλέκτης]], <i>ρακο</i>-[[συλλέκτης]]].
}}
}}

Revision as of 13:26, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1424] ὁ, Gewinnzusammenleser, der überall Gewinn sucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερδοσυλλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πανταχοῦ ἀναζητῶν κέρδη, Νικήτ. Χρον. 16. 2.

Greek Monolingual

κερδοσυλλέκτης, ὁ (Μ)
αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -συλλέκτης (< συλλέκτης), πρβλ. νομισματο-συλλέκτης, ρακο-συλλέκτης].