κοκαΐνη: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>(φαρμ.)</b> [[λευκό]] κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου [[κόκα]] και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της [[μύτης]] και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, | |mltxt=η<br /><b>(φαρμ.)</b> [[λευκό]] κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου [[κόκα]] και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της [[μύτης]] και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cocaine</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coca</i> (ισπ. <i>coca</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>. H λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θεόδωρο Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
(φαρμ.) λευκό κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου κόκα και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της μύτης και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cocaine < coca (ισπ. coca) + -ine. H λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].