κουρούπι: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) > <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- ( | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[είδος]] πήλινου δοχείου, στο οποίο [[συνήθως]] φυλάσσονται [[στερεά]] προϊόντα<br /><b>2.</b> [[υπόλειμμα]] σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη [[βάση]] και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν [[νερό]] οι κότες<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κακό]] [[κουρούπι]] δεν τσακίζεται» — κανένα [[κακό]] δεν χάνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορούπιον</i> (με [[αφομοίωση]]) > <i>κορύπιον</i> (υποκορ. του <i>κορύπη</i>), με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- ([[πρβλ]]. [[τουλούπα]] <span style="color: red;"><</span> [[τολύπη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα
2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες
3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται» — κανένα κακό δεν χάνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορούπιον (με αφομοίωση) > κορύπιον (υποκορ. του κορύπη), με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. τουλούπα < τολύπη)].