κρανιοσκοπικός: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κρανιοσκοπία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρανιοσκοπικώς</i> και -<i>ά</i><br />από κρανιοσκοπική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κρανιοσκοπία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρανιοσκοπικώς</i> και -<i>ά</i><br />από κρανιοσκοπική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cranioscopie</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>cranioscopy</i> «[[κρανιοσκοπία]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιοσκοπία.
επίρρ...
κρανιοσκοπικώς και -ά
από κρανιοσκοπική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopie < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].