Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοσκοπικός

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιοσκοπία.
επίρρ...
κρανιοσκοπικώς και -ά
από κρανιοσκοπική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopie < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].