κρηνίτις: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «κρηνῑτις [[βοτάνη]]» — [[βότανο]] που φύεται [[κοντά]] σε [[κρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>συκ</i>-<i>ίτις</i>, <i>φυκ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «κρηνῑτις [[βοτάνη]]» — [[βότανο]] που φύεται [[κοντά]] σε [[κρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. <i>συκ</i>-<i>ίτις</i>, <i>φυκ</i>-<i>ίτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκ-ίτις, φυκ-ίτις)].