κοσμοπλάνος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμοπλάνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που πλανεύει τον κόσμο, [[λαοπλάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερωτο</i>-[[πλάνος]], <i>λαο</i>-[[πλάνος]].
|mltxt=[[κοσμοπλάνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που πλανεύει τον κόσμο, [[λαοπλάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ερωτο</i>-[[πλάνος]], <i>λαο</i>-[[πλάνος]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπλάνος: ὁ, ὁ πλανῶν τὸν κόσμον, Ἀποστ. Κανόν. 7, 32, τ. 1, σ. 376.

Greek Monolingual

κοσμοπλάνος, ὁ (Α)
αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο-πλάνος, λαο-πλάνος.