κωλυσιεργός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ( | |mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>ανεν</i>-<i>εργός</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21.κβ.
German (Pape)
[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
Greek Monolingual
-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, ανεν-εργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.