3,276,932
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lazurite</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lazur</i> (<span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>l</i><i>ā</i><i>zaward</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν</i>]. | ||
}} | }} |