λαζουρίτης

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση για την παρασκευή της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lazurite < μσν. λατ. lazur (< αραβ. lāzaward), + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Translations

Arabic: لَازَوَرْد‎; Armenian: լաջվարդ; Catalan: lapislàtzuli; Chinese Mandarin: 青金石; Czech: lazurit; Dutch: lapis lazuli, lazuriet; Esperanto: lazurito; Finnish: lapis lazuli, lapislatsuli; French: lapis-lazuli; Galician: asur; Georgian: ლაჟვარდი; German: Lapislazuli, Lapis Lazuli, Lasurstein, Lazurit; Greek: λαζουρίτης; Hindi: लाजवर्द, रावटी, वैडूर्य, वैदूर्य; Ido: lapislazulo; Indonesian: lazuardi; Irish: lapis lazuli; Italian: lapislazzuli; Japanese: 瑠璃, 琉璃, 青金石, ラピスラズリ; Malay: lazuardi; Pali: veḷuriya; Persian: لاجورد‎; Polish: lapis lazuli, lazuryt; Portuguese: lápis-lazúli; Romanian: lapislazuli, lazurit; Russian: лазури́т, ля́пис-лазу́рь; Sanskrit: वैडूर्य; Scottish Gaelic: clach-chopair; Spanish: lapislázuli; Swedish: lapis lazuli, lasursten; Turkish: lazur taşı; Ugaritic: 𐎛𐎖𐎐𐎜; Ukrainian: лазури́т, ля́піс-лазу́р; Urdu: لاجورد‎; Vietnamese: đá da trời, ngọc lưu ly; Welsh: asur