λάμπος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του ρ. [[λάμπω]], που δηλώνει αφηρημένη [[έννοια]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λανθάνω]]: [[λάθος]], [[σκοτίζω]]: [[σκότος]])].
|mltxt=το<br />[[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του ρ. [[λάμπω]], που δηλώνει αφηρημένη [[έννοια]] ([[πρβλ]]. [[λανθάνω]]: [[λάθος]], [[σκοτίζω]]: [[σκότος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. λάμπω, που δηλώνει αφηρημένη έννοια (πρβλ. λανθάνω: λάθος, σκοτίζω: σκότος)].