λινούχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λινοῡχος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαι</i>-<i>ούχος</i>, <i>τυμβ</i>-<i>ούχος</i>].
|mltxt=λινοῡχος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. <i>δικαι</i>-<i>ούχος</i>, <i>τυμβ</i>-<i>ούχος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

λινοῡχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι-ούχος, τυμβ-ούχος].